- θεσπίσματος
- θέσπισμαoraclesneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλήση — (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να… … Dictionary of Greek
Βάλα, Λορέντσο — (Lorenzo Valla, Ρώμη 1407 – 1457). Ιταλός ουμανιστής. Από το 1429 έως το 1431 δίδαξε ρητορική στην Παβία. Το 1437 εγκαταστάθηκε στη Νάπολη ως γραμματέας του βασιλιά Αλφόνσου της Αραγονίας και το 1448 επέστρεψε οριστικά στη Ρώμη. Ο Β. είναι ο… … Dictionary of Greek
εγκλητήριο — το (νομ.), παλιότερη ονομασία του κλητήριου θεσπίσματος, έγγραφο που κοινοποιούνταν στον κατηγορούμενο πριν από τη δίκη του και περιείχε συνοπτικά την κατηγορία, το κατηγορητήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)